Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παγκύνιον — παγκύνιον, τὸ (Α) είδος δηλητηριώδους φύκους τής θάλασσας το οποίο έχει μέγεθος μυρίκης και φέρει καρπό όμοιο με τον καρπό τής μήκωνος … Dictionary of Greek
παγκύνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)